κύκηθρον

κύκηθρον
κύκηθρον
ladle for stirring
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κύκηθρον — κύκηθρον, τὸ (Α) βλ. κύκαθρο …   Dictionary of Greek

  • κυκήθρῳ — κύκηθρον ladle for stirring neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκηθρα — κύκηθρον ladle for stirring neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκαθρο — και κύκηθρο, το (Α κύκηθρον) 1. εργαλείο για ανακάτεμα 2. μτφ. (για πρόσ.) ταραξίας, ανακατωσούρας («καὶ λάλος καὶ συκοφάντης καὶ κύκηθρον καὶ τάρακτρον», Αριστοφ.) νεοελλ. είδος τσάπας με την οποία αναμιγνύεται ο ασβέστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ… …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • k̂euk̂-, k̂uk̂- —     k̂euk̂ , k̂uk̂     English meaning: to mix, to whirl     Deutsche Übersetzung: “durcheinandermischen, wirbeln”?     Note: Sehr doubtful.     Material: Gk. κυκεών “Mischtrank”, κυκάω “rũhre ein, mix, mingle”, κύκηθρον “Rũhrkelle”; Lith. ša… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”